Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατάστιχο τού

  • 1 ταμείο(ν)

    τό
    1) касса (в разн. знач);

    ταμ θεάτρου — театральная касса;

    ταμείο(ν) αλληλοβοήθειας — касса взаимопомощи;

    κατάστιχο τού ταμείου — кассовая книга;

    κρατώ το ταμείο(ν) — распоряжаться деньгами; — вести хозяйство;

    κάνω ( — или κλείνω) ταμείο(ν) — подсчитать кассу;

    2) казна;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ταμείο(ν)

  • 2 ταμείο(ν)

    τό
    1) касса (в разн. знач);

    ταμ θεάτρου — театральная касса;

    ταμείο(ν) αλληλοβοήθειας — касса взаимопомощи;

    κατάστιχο τού ταμείου — кассовая книга;

    κρατώ το ταμείο(ν) — распоряжаться деньгами; — вести хозяйство;

    κάνω ( — или κλείνω) ταμείο(ν) — подсчитать кассу;

    2) казна;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ταμείο(ν)

  • 3 διά(β)ολος

    ο дьявол, сатана, чёрт, бес;

    τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;

    § τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;

    πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;

    σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;

    είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;

    έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;

    τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;

    τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;

    ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;

    ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;

    στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;

    διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;

    να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;

    ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;

    στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;
    τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;

    βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;

    από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);

    ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;

    γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;

    εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;

    στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διά(β)ολος

  • 4 διά(β)ολος

    ο дьявол, сатана, чёрт, бес;

    τον φοβάμαι οπως ο διά(β)ολος το λιβάνι — я его боюсь как чёрт ладана;

    § τέκνον τού διαβόλου дьявольское отродье;

    πτωχός διά(β)ολος — бедный малый;

    σού είν' ένας διά(β)ολ! — это сущий дьявол!;

    είναι κάλτσα τού διαβόλου это сущий дьявол!, он чертовски хитёр!;

    έχει το διά(β)ολο μέσα του — в нём чёрт сидит;

    τί διά(β)ολο! — что за чёрт!;

    τί διά(β)ολο συμβαίνει! — что за чертовщина!;

    ο διά(β)ολος ξέρει! — чёрт его знает!;

    ο διά(β)ολος ξέρει τί! — чёрт знает что!;

    στο διά(β)ολό! — или κατά διαβόλου! — к чёрту!;

    διά(β)ολε! — или να πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт возьми!;

    να τον πάρει ο διά(β)ολ! — чёрт его побери!;

    ας πάει στο διά(β)ολο! — пошёл он к чёрту!;

    στοβ διαβόλου τη μάνα! к чёртовой матери!;
    τον έχω στού διαβόλου το κατάστιχο он у меня на плохом счету;

    βρήκα το διά(β)ολό μου — я попал в скверное положение;

    από στραβού διαβόλου с неба свалилось (о неожиданном счастье);

    ο διά(β)ολος να σκάση θα το κάμω — на зло всем чертям я это сделаю;

    γιά το διά(β)ολο πεσκέσι — а) никуда не годный, никчёмный (о человеке); — б) никудышная вещь, барахло;

    εδώ κι' ο διά(β)ολος δεν τα βγάζει πέρα — тут сам чёрт ногу сломит;

    στού διαβόλου την βκρη (τη μάννα) у чёрта на куличках

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διά(β)ολος

См. также в других словарях:

  • κατάστιχο — το (Μ κατάστιχο[ν]) 1. βιβλίο στο οποίο καταγράφονται λογαριασμοί, λογιστικό βιβλίο 2. κατάλογος, σημειωματάριο νεοελλ. φρ. α) «ανοίγω τα παλιά κατάστιχα» i) ανατρέχω στους λογαριασμούς τού παρελθόντος ii) μτφ. ανακινώ παλιές έριδες, ξύνω παλιές… …   Dictionary of Greek

  • πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των …   Dictionary of Greek

  • πέταυρο — το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές νεοελλ. λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση μσν. αρχ. σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες 2.… …   Dictionary of Greek

  • γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Ετσεγκαράι ι Εϊθαγκίρε, Χοσέ — (José Echegaray y Eizaguirre, Μαδρίτη 1832 – 1916). Ισπανός δραματικός συγγραφέας. Εξαίρετος μηχανικός, μαθηματικός και πολιτικός, διετέλεσε βουλευτής και μετά την ανατροπή της μοναρχίας επανειλημμένα υπουργός των Οικονομικών (σε αυτόν οφείλεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»